- ὀλιγοσθενής
- ὀλῐγο-σθενής, ές,A with little strength, Sch.Opp.H.1.623.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγοσθενής — ὀλιγοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. ευρυ σθενής] … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγοσθενώ — ὀλιγοσθενῶ, έω (Α) [ολιγοσθενής] λιποθυμώ … Dictionary of Greek
ὀλιγοσθενέων — ὀλιγοσθενέω to be faint pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ὀλιγοσθενής with little strength masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσθενῶν — ὀλιγοσθενέω to be faint pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὀλιγοσθενής with little strength masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)